- ίσχω
- ἴσχω (Α)1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.)2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ.β. «ἴσχεσθ' Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.)3. απομακρύνομαι4. παθ. ἴσχομαιαναχαιτίζομαι, εμποδίζομαι5. (για πλοία) αγκυροβολώ, είμαι αγκυροβολημένος6. (για ποταμούς) ελαττώνομαι, λιγοστεύω7. κρατώ κάτι κοντά μου στερεά, σφιχτά («[κανόνα] ἀγχόθι ἴσχει στήθεος», Ομ. Ιλ.)8. μτφ. φυλάω, κρατώ, διατηρώ («ἐπιστήμην λαβόντα ἴσχειν», Πλάτ.)9. (για εξωτερική επίδραση) διακατέχω, σφίγγω («ὀδύνη ἴσχει τὴν γαστέρα», Ιπποκρ.)10. έχω κάτι στην κατοχή μου, κατέχω11. παίρνω ή ἔχω γυναίκα για σύζυγο, παντρεύομαι («ταύτην ἴσχει Ἠετίων», Ηρόδ.)12. (για γυναίκες) είμαι έγκυος, κυοφορώ, εγκυμονώ13. μτφ. διατηρώ κάτι στη μνήμη μου («ἴσχε κἀμοῡ μνῆστιν» — έχε κι εμένα στη μνήμη σου, Σοφ.)14. επιφέρω, προκαλώ15. είμαι επιδεκτικός θεραπείας16. ισοδυναμώ, αξίζω («αἱ ψῆφοι τάλαντον ἴσχουσιν», Πολ.)17. (με επίρρ.) βρίσκομαι σε μια κατάσταση «ἀπολέμως ἴσχοντες», Πλάτ.)18. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἴσχοντο εμπόδιο («θαυμάσας ὅ,τι τὸ ἴσχον εἴη τὴν πορείαν», Ξεν.)·19. φρ. «λῆστιν ἴσχεις» — επιλανθάνεσαι, λησμονείς (Σοφ.)20. περιλαμβάνω, περιέχω («φθόνον ἴσχει ὄλβος», Πίνδ.)21. μέσ. ησυχάζω, μένω ήσυχος, σιωπώ («καὶ ἴσχεο μηδ' ὀνομήνης», Ομ. Ιλ.)22. (το μέσ. με γεν.) ἴσχομαί τινοςαπέχω από κάτι, απομακρύνομαι, αφίσταμαι23. (το μέσ. απρόσ.) διακόπτομαι, σταματώ («ἴσχετο ἐν τούτῳ» — διακόπηκε, σταμάτησε εδώ, Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχω (Ι).ΠΑΡ. ισχάδα(-άς)αρχ.ισχητήριος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ίσχαιμοςαρχ.ισχέγαον, ισχέθυρον, ισχέπλινθον. (Β' συνθετικό) αρχ. αμπίσχω, ανίσχω, αντίσχω, απαμπίσχω, απίσχω, ενίσχω, εξανίσχω, εξίσχω, επαμπίσχω, επίσχω, καταΐσχω, καταμπίσχω, κατίσχω, μεταμπίσχω, μετίσχω, παραμπίσχω, παρανίσχω, παρίσχω, περιαμπίσχω, περιίσχω, προανίσχω, προΐσχω, προσαντίσχω, προσίσχω, συμμετίσχω, συναμπίσχω, συνανίσχω, συνίσχω, υπανίσχω, υπερανίσχω, υπερίσχω, υποΐσχω].
Dictionary of Greek. 2013.